- οψοφυλάκιο
- τοτόπος όπου φυλάσσονται τα όψα, τα εδέσματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < όψο + φυλάκιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οψοθήκη — η (Α ὀψοθήκη) μέρος όπου φυλάσσονται τα όψα, οψοφυλάκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψονν «τροφή, έδεσμα» + θήκη (πρβλ. βιβλιο θήκη)] … Dictionary of Greek
όψο — το (ΑΜ ὄψον) 1. έδεσμα, τροφή 2. καθετί που τρώγεται μαζί με το ψωμί ή το κυρίως φαγητό ως προσφάγι ή για να προκαλέσει τη διάθεση για πόση κρασίου («κρόμμυον ποτῷ ὄψον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το κρέας, σε αντιδιαστολή προς το ψωμί και τις άλλες… … Dictionary of Greek